- κακοαναθρεμμένος
- η , ο , κακοανατεθραμμένος, η , ο[ν] плохо воспитанный, невоспитанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοαναθρεμμένος — η, ο ο ανάγωγος, αυτός που έχει κακή ανατροφή, αυτός που δεν έχει εθιστεί σε βασικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς … Dictionary of Greek
κακοαναθρεμμένος — η, ο αυτός που είχε κακή ανατροφή, αγενής, κακομαθημένος, χυδαίος: Δεν ντρέπεσαι, κακοαναθρεμμένε, να τα βάζεις με μια δύστυχη γυναίκα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάγωγος — η, ο (Α ἀνάγωγος, ον) αυτός που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή, αγενής, κακοαναθρεμμένος νεοελλ. (στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται αναγωγή αρχ. 1. κακόγουστος, άσχημος 2. αμαθής, αμόρφωτος 3. έκλυτος, ακόλαστος 4. (για άλογα… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακαναθρεμμένος — η, ο βλ. κακοαναθρεμμένος … Dictionary of Greek
ανάγωγος — η, ο 1. κακοαναθρεμμένος, αγενής: Είναι παίδι ανάγωγο. 2. (μαθημ.), αυτός που δεν απλοποιείται: Το κλάσμα αυτό είναι ανάγωγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)